- κολοκάσι(ο)
- το (Α κολοκάσιον)το φυτό κολοκάσια.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Taro — This article is about the plant Colocasia esculenta. For other plants called Taro, and other uses, see Taro (disambiguation). Taro Scientific classification Kingdom … Wikipedia
ηλίανθος — Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2 3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3 8 εκ., που… … Dictionary of Greek
κολοκάτσι — το [κολοκάσι] 1. είδος λαχανικού 2. η κολοκάσια … Dictionary of Greek
κολοκασούδι — το [κολοκάσι] το κολοκάτσι* … Dictionary of Greek